Το καλοκαίρι του 1968, οι Δημοκρατικοί διοργανώνουν στο Σικάγο το Διεθνές Συνέδριό τους, μέσω του οποίου θα αποφασίσουν το ποιος θα είναι ο υποψήφιος πρόεδρος της χώρας στις εθνικές εκλογές του ίδιου έτους κόντρα στον Νίξον και τους Ρεπουμπλικάνους. Είναι η εποχή που οι Μαύροι Πάνθηρες μόλις έχουν σχηματιστεί και έχουν μπει με τα μπούνια στην διεκδίκηση των δικαιωμάτων των μαύρων ανθρώπων των ΗΠΑ, η εποχή της δολοφονίας του Μάρτιν Λούθερ Κινγκ, τα χρόνια που ο πόλεμος του Βιετνάμ βρίσκεται σε πλήρη εξέλιξη και τα αντιπολεμικά κινήματα της χώρας κάνουν τεράστιο θόρυβο εισάγοντας την δυναμική του δρόμου και των κινημάτων στην κεντρική πολιτική σκηνή. Είναι η εποχή που δολοφονείται ο Ρόμπερτ Κένεντι, βασικός υποψήφιος των Δημοκρατικών, αδερφός του εξίσου δολοφονημένου Τζον Κένεντι και μεγάλη ελπίδα των κινημάτων ειρήνης για απόσυρση των ΗΠΑ από το Βιετνάμ.
Είναι κοινό μυστικό πως στο συνέδριό τους, οι Δημοκρατικοί θα δώσουν το χρίσμα του υποψήφιου για τις εθνικές εκλογές στον Χιούμπερτ Χάμφρεϊ, γεγονός που αποτελεί μήνυμα πως ανεξάρτητα από την έκβαση των εκλογών, κυβερνητική βούληση για απόσυρση των ΗΠΑ από το Βιετνάμ δεν πρόκειται να υπάρξει. Μια μεγάλη διαδήλωση διοργανώνεται στο Σικάγο έξω από το ξενοδοχείο που διεξάγεται το συνέδριο των Δημοκρατικών. Η καταστολή από τις δυνάμεις της αστυνομίας πέφτει σύννεφο, πολλοί διαδηλωτές συλλαμβάνονται, άλλοι τραυματίζονται, οι περισσότεροι δεν διαλύονται ωστόσο: επί τρεις μέρες το Σικάγο καίγεται. Ένα χρόνο αργότερα, επί προεδρίας Νίξον πλέον, οκτώ άνθρωποι από τρεις διαφορετικές πολιτικές οργανώσεις, κάθονται στο σκαμνί του κατηγορούμενου ως ύποπτοι για συνωμοσία, ως υποκινητές των επεισοδίων.
Είναι μάλλον απίθανο να πρόκειται για τυχαίο γεγονός το ότι η ιστορία αυτή μεταφέρεται σε κινηματογραφική ταινία και μάλιστα, οσκαρικών προδιαγραφών σε επίπεδο ύφους και δημιουργικής «συνταγής», την περίοδο που διεξάγονται οι εθνικές εκλογές των ΗΠΑ για το 2020. Πρόκειται ωστόσο για ένα αψεγάδιαστο δικαστικό και πολιτικό θρίλερ δια χειρός Άαρον Σόρκιν, που προφανώς έχει ξεκάθαρη πρόθεση να πάρει θέση για τα γεγονότα εκείνης της ταραγμένης πολιτικά περιόδου: η «Δίκη των επτά του Σικάγο» (αν και αρχικά είναι οκτώ οι άνθρωποι που δικάζονται) είναι μια ταινία που έχει διαλέξει πλευρά και είναι αυτή των διαδηλωτών και των κινηματικών διεργασιών της εποχής και απέναντι στο αμερικάνικο δικαστικό και πολιτικό κατεστημένο των 60s.
Στα πρώιμα στάδια της παραγωγής της, την ταινία επρόκειτο να σκηνοθετήσει ο Στίβεν Σπίλμπεργκ. Και αν αυτό εν τέλει δεν έγινε με αποτέλεσμα να αναλάβει ο Σόρκιν, είναι δεδομένο πως το ύφος και ο αέρας της ταινίας είναι απόλυτα «σπιλμπεργκικά». Μόνο που σε αντίθεση με την πολύ φανατική υπέρ των Δημοκρατικών διάθεση του Σπίλμπεργκ, όταν αφηγείται ιστορικά πολιτικά γεγονότα, ο Σόρκιν καταφέρνει να πάει ακόμα πιο αριστερά την δημιουργία του. Ο εξουσιαστικός κόσμος των Ρεπουμπλικάνων μοιάζει αμείλικτος, αυταρχικός και αντιδημοκρατικός αλλά μέσα από την «Δίκη των 7 του Σικάγο» δεν είναι ο κόσμος των Δημοκρατικών που ορίζεται ως το αντίπαλο δέος του αλλά ο κόσμος των κινημάτων.
Φυσικά, δεν αποφεύγεται απόλυτα η «αμερικανίλα». Οι δυο σκηνές που εμφανίζεται ο (απολαυστικός και πέρα για πέρα επιβλητικός) Μάικλ Κίτον ως πρώην υπουργός της κυβέρνησης των Δημοκρατικών είναι το μικρό κλείσιμο του ματιού του Σόρκιν στον θεατή πως αν και είναι η κινηματική δυναμική που θέλει εδώ να αποθεώσει πρωτίστως η ταινία, αυτό δεν σημαίνει πως Δημοκρατικοί και Ρεπουμπλικάνοι μπαίνουν στο ίδιο τσουβάλι. Αλλά και τόσο σε ορισμένες μικρές στροφές της πλοκής όσο και προς την κλιμάκωση, δεν αποφεύγεται να υπερτονιστεί πως παρά τις άγριες πολιτικές αντιθέσεις που προκαλούνται εξαιτίας του συστήματος, δεν φταίει δομικά το τελευταίο αλλά οι άνθρωποι που κατά καιρούς το διοικούν (ή δεν το διοικούν). Φυσικά, μια πιο ευρεία κριτική θα συνιστούσε ανοικτά κομμουνιστική προσέγγιση και εδώ που τα λέμε θα ήταν too mutch να περιμένουμε μια τέτοια θέση από χολιγουντιανή δημιουργία. Όπως και να έχει βέβαια, για τα μέτρα και τα σταθμά της αμερικάνικης πολιτικής παράδοσης, η ταινία του Σόρκιν είναι μάλλον ακροαριστερή.
Η αποτύπωση του στρατοπέδου των ακτιβιστών είναι μια σπουδή πάνω στο πως κάνεις μια συγκεκριμένη κοινωνική τάση να φαίνεται όχι μόνο στην σωστή πλευρά της ιστορίας αλλά ταυτόχρονα και στην κουλ πλευρά της κοινωνίας. Ειδικά η φιγούρα του Σάσα Μπάρον Κόεν, ο οποίος εδώ ερμηνεύει τον Έιμπι Χόφμαν, ιδρυτικό και ιστορικό στέλεχος του Διεθνούς Κόμματος Νεολαίας (Yippies), κλέβει χαρακτηριστικά την παράσταση όχι απλά λόγω ερμηνείας αλλά και λόγω γραψίματος του ρόλου του στο σενάριο. Αλλά και ο Τζέρεμι Στρονγκ ως Τζέρι Ρούμπιν (ηγέτης της οργάνωσης «Φοιτητές για μια Δημοκρατική Κοινωνία»), ο Γιάχια Αμπντούλ-Μάτιν ως ο εμβληματικός Μπόμπι Σιλ των Μαύρων Πανθήρων και ο Τζον Κάρολ Λιντς ως ο πασιφιστής Ντέιβιντ Ντέλιντζερ είναι κομμένοι και ραμμένοι για να προκαλούν την ταύτιση με το κοινό. Βέβαια, ο Σόρκιν δεν πέφτει στην παγίδα να ομογενοποιήσει τις πολιτικές διαθέσεις τους και αυτό είναι από τα θετικά της ταινίας.
Το στρατόπεδο των κατηγορούμενων δεν είναι, αν και αντιμετωπίζεται ως τέτοιο από το δικαστήριο, και η ταινία το αναδεικνύει πολύ αποτελεσματικά. Χρησιμοποιώντας ως βασικό δίπολο των εσωτερικών αντιθέσεων της «ακροαριστερής» πτέρυγας ετούτης της σύγκρουσης τους χαρακτήρες των Χόφμαν (Σάσα Μπάρον Κόεν) και Ρούμπιν (Τζέρεμι Στρονγκ), ο Σόρκιν αναλύει πολύ εύστοχα τις διαφορές σε επίπεδο αντίληψης, κουλτούρας και πολιτικής στόχευσης ανάμεσα στο επαναστατικό και το ρεφορμιστικό ρεύμα της πολιτικής αλλά και το πως αυτές οι δυο έννοιες σχετικοποιούνται και αντιστρέφονται ως προς τους παραδοσιακούς φορείς τους όταν εκείνοι αντιμετωπίζουν αληθινά διακυβεύματα, ικανά να τους μετατοπίσουν. Αυτή η πτυχή της ταινίας είναι μάλλον και η πιο εύστοχη πολιτικά και ως εκ τούτου, η πιο απολαυστική.
Κατά τα άλλα, η «Δίκη των εφτά του Σικάγο» είναι μια άρτια ταινία από όλες τις απόψεις: σεναριακά, σκηνοθετικά, ερμηνευτικά, σε επίπεδο κλιμάκωσης και αποκλιμάκωσης, έχουμε γενικά να κάνουμε με ένα δημιούργημα αμιγώς οσκαρικό και μάλλον με την καλή έννοια. Και αν οι πιο αυστηρές ματιές αντιληφθούν πρωταρχικά την ταινία ως ένα «δημοκρατικό προϊόν» σε εποχή αμερικάνικων εκλογών και δευτερευόντως ως προς τα αμιγώς καλλιτεχνικά της προτερήματα, ένα είναι το σίγουρο: αυτά τα τελευταία δύσκολα μπορούν να αγνοηθούν.