Τρεις η ώρα το πρωί, αρχές Αυγούστου, κι αντί να παρτάρω ατελείωτα σε κάποιο παραθαλάσσιο μέρος, τελείωσα την ανάγνωση της «Γυναίκας του Ίσνταλ». Δεν μετανιώνω για τίποτα.
Από Γιαννίση είχα διαβάσει τη «Σκιά», την 4η υπόθεση του Ελληνοσουηδού επιθεωρητή Άντερς Οικονομίδη, η οποία μου άρεσε πάρα πολύ. Δεν εκτίμησα μόνο τη σφιχτοδεμένη υπόθεση. Υπήρχε σύνδεση με το σκανδιναβικό metal στην πλοκή κι ενδιαφέροντες χαρακτήρες. Η προσπάθεια του επιθεωρητή Άντερς να γίνει καλύτερος άνθρωπος μίλησε κατευθείαν στην καρδιά μου.
Η «Γυναίκα του Ίσνταλ» είναι ένα τελείως διαφορετικό βιβλίο. Καταρχάς, έχουμε μια αληθινή υπόθεση που έχει μείνει ανεξιχνίαστη εδώ και σχεδόν 50 χρόνια. Το απανθρακωμένο σώμα μια γυναίκας βρίσκεται σε ένα τόπο αγαπητό μόνο στους ντόπιους αυτόχειρες, την κοιλάδα του θανάτου, το Ίσνταλ. Τι της συνέβη; Αυτοκτονία, ατύχημα ή μήπως φόνος; Ποια ήταν η πραγματική της ταυτότητα;
Ο πολυβραβευμένος συγγραφέας αστυνομικών Jorn Lier Horst υπογράφει το εισαγωγικό σημείωμα και υποθέτει ότι ίσως ο Γιαννισης μπορεί να μας απαντήσει ικανοποιητικά σε όλο αυτό το μυστήριο. Στο τέλος του βιβλίου ένιωσα δικαιωμένη. Η λύση που επινόησε ο συγγραφέας για να κλείσει την υπόθεση είναι κατά τη γνώμη μου αληθοφανής και πειστική.
Άρα, το τέλος το βρήκα πολύ καλό. Έτσι ανορθόδοξα λοιπόν πάμε να δούμε και τα υπόλοιπα.
Στη διάρκεια της ανάγνωσης είχα συνεχώς την αίσθηση ότι διάβαζα ένα επεισόδιο από τη σουηδική σειρά «Wallander». Βέβαια, με νορβηγική υπόθεση έχει να κάνει το μυθιστόρημα αλλά το σκανδιναβικό στυλ έχει κάποιες σταθερές αναφορές. Τα επεισόδια σε σκανδιναβικές αστυνομικές σειρές καταπιάνονται με περίπλοκες υποθέσεις, έχουν πάρα πολλούς χαρακτήρες και το κλίμα τους είναι βαρύ. Έτσι και στο μυθιστόρημα.
Τώρα θα μου πείτε τι εννοείς βαρύ κλίμα, μήπως περίμενες να τρέχουμε σε πράσινα λιβάδια με λουλούδια στα μαλλιά; Αστυνομική υπόθεση αφορά το βιβλίο, πέθανε η γυναίκα. Κι εγώ θα σας πω, όχι, δε με καταλάβατε, η ατμόσφαιρα του βιβλίου είναι πολύ πιο βαριά και από νουάρ, κατάμαυρη. Και εξηγώ:
Όχι μόνο κανένας από τους χαρακτήρες δεν είναι ο κλασσικός «καλός» αστυνομικός, αλλά οι περισσότεροι είναι ψυχολογικά κατεστραμμένοι. Αδύναμοι να ξεκινήσουν σχέσεις ή να συντηρήσουν όσες έχουν, αδύναμοι να αντισταθούν σε πειρασμούς που βλάπτουν την ουσία της δουλειάς τους, αδύναμοι να κοιτάξουν τον εαυτό τους στον καθρέφτη. Σε μια πόλη που βρέχει 364 μέρες το χρόνο. Δεν είναι να απορείς που όλοι πίνουν.
Ο συγγραφέας αναπτύσσει κάποιες θεωρίες για το αν η φύση ή η κοινωνία τους έφτιαξε όπως είναι, κι αυτές ταιριάζουν πολύ με την σύνδεση της υπόθεσης με μια ακροδεξιά οργάνωση. Ήταν τέρας ο Χίτλερ ή άλλος ένας άνθρωπος; Ανάλογα φιλοσοφικά ερωτήματα προκύπτουν συχνά στο κείμενο. Προσωπικά με έπιασε μια αίσθηση ματαιότητας καθώς διάβαζα για δυστυχισμένους και κακούς χαρακτήρες σε μια άσχημη πόλη που με το ζόρι πιστεύουν στη δουλειά τους.
Εδώ βοήθησε το ποσό γρήγορα διαβάζεται το βιβλίο. Τα μικρά κεφάλαια στην αρχή των οποίων αναγράφονται τόπος και χρόνος (πχ «1 Δεκεμβρίου 1970, Αστυνομικό τμήμα») δρουν σαν σύντομες σκηνές. Τα περισσότερα κλείνουν με κάποια ένταση που σε σπρώχνει να διαβάσεις κι άλλο. Βέβαια, τα τόσα πολλά πρόσωπα με έκαναν να γυρίσω πίσω κάποιες φορές και πολύ θα βόλευε ένας κατάλογος χαρακτήρων όπως στα παλιά βιβλία της Αγκάθα Κρίστι. Σας προτείνω να γράψετε τα βασικά τουλάχιστον ονόματα κάπου ώστε να διευκολύνετε την ανάγνωση. Σε κάθε περίπτωση, διαβάζεται γρήγορα. Για αυτό ευθύνεται η στρωτή γραφή του Γιαννίση που δε χάνει χρόνο μακρηγορώντας άσκοπα.
Το κοινωνικό σχόλιο που αγαπησα με τον Άντερς ειναι ακόμη εδώ, αλλά πιο έντονο, πιο επείγον. Η άνοδος της ακροδεξιάς απασχολεί τον συγγραφέα και μας δείχνει για ποιους λόγους θα έπρεπε να απασχολεί όλους μας. Επίσης, η οικογένεια στο βιβλίο παρουσιάζεται σαν μια εύθραυστη ισορροπία ανάμεσα σε σιωπή και λόγια, που αν σπάσει είναι πολύ δύσκολο να ξαναφτιαχτεί.
Τέλος, πρέπει να σχολιάσω την πετυχημένη ατμόσφαιρα του 1970, σε μια φάση που υπήρχε Ψυχρός Πόλεμος και τα παράθυρα αυτοκινήτου κατέβαιναν με μοχλό. Ο Γιαννίσης έκανε την έρευνα του και τα κατάφερε. Το βιβλίο σε ταξιδεύει κατευθείαν σε εκείνη την εποχή.
Κάπως έτσι άφησα τη «Γυναίκα του Ίσνταλ» στο κομοδίνο ξημερώματα. Αν σας αρέσουν τα νουάρ αστυνομικά, τα θρίλερ κατασκοπείας και η βαριά σκανδιναβική ατμόσφαιρα θα περάσετε τέλεια με το βιβλίο του Γιαννίση. Εγώ έμεινα ευχαριστημένη, αν κι ανυπομονώ πραγματικά για τον επιθεωρητή Αντερς.