Υπάρχουν ταινίες και υπάρχουν και οράματα, ειλικρινή και πηγαία, τα οποία συσκευάζονται σε μορφή ταινίας και παραδίδονται στην κοινωνία για να γίνουν κτήμα της, να τα παρακολουθεί, να ψυχαγωγείται και να καλλιεργείται. Αυτό μπορεί να συμβεί όταν ένας δημιουργός έχει τη δυνατότητα να παράξει το έργο του απρόσκοπτα, χωρίς να παρεμβαίνουν κεφάλια των στούντιο και λοιπά «κοστούμια». Το «Γεννημένοι Δολοφόνοι» ανήκει ξεκάθαρα στη δεύτερη κατηγορία κι έχει σημαδέψει το σινεμά, κατακτώντας μια θέση στο πάνθεον των ταινιών του είδους της, αλλά και στην ιστορία του σινεμά γενικότερα.
Η σκηνοθεσία είναι του Όλιβερ Στόουν και η ιστορία του Κουέντιν Ταραντίνο. Επί της ιστορίας υπήρξαν καλλιτεχνικές διαφωνίες, οπότε ο Στόοουν την άλλαξε και η συνεργασία με τον Ταραντίνο διακόπηκε, αν και κρατήθηκε η αναφορά στη συμμετοχή του και καλώς. Πρωταγωνιστές είναι ο Γούντι Χάρελσον και η Τζούλιετ Λιούις, με το βασικό καστ να συμπληρώνεται από τους Τομ Σάιζμορ, Ρόμπερτ Ντάουνι Τζούνιορ και Τόμι Λι Τζόουνς. Δημιουργήθηκε μια περίοδο κατά την οποία οι δημιουργικοί χυμοί του Στόουν ξεχείλιζαν και στην προκειμένη αποκρυσταλλώθηκαν σε μορφή συμπαγούς ογκόλιθου, τον οποίο εκτόξευσε στα μούτρα της τοξικής δυτικής κουλτούρας και του χυδαίου μιντιακού της συστήματος. Οι καλλιτεχνικές επιλογές είναι προσεγμένες σε μικροεπίπεδο. Υποκριτικά δεν χάνεται ούτε σημείο, οι χαρακτήρες και η απόδοσή τους από τους ηθοποιούς, υπό την καθοδήγηση του σκηνοθέτη, παραμένουν πάντα σε ευθυγράμμιση με την αφήγηση.
Παράλληλα, διατηρούνται χειρουργικά οι ισορροπίες μεταξύ αρχετύπων που συμβολοποιούν έννοιες και ανθρώπινων φιγούρων για τις οποίες δημιουργούνται πραγματικά συναισθήματα από τη μεριά του θεατή. Το αφηγηματικό ύφος έχει πολύ έντονα σατιρικά στοιχεία εν μέσω ενός λουτρού βίας και το στιλιζάρισμα εναλλάσσεται μεταξύ κόμικ αισθητικής και βίντεο κλιπ εμπνεύσεως Τζιμ Μόρρισον και βυθίζεται ανά διαστήματα σε ψυχεδελικό τριπ από LSD, με συχνά αλλόκοτες, στραβές γωνίες λήψης. Η φωτογραφία έχει ιδιαίτερη δομή, στην οποία παραμένει συνεπής κατά τη διάρκεια της αφήγησης, αναδεικνύοντας δυναμικά κι εξελισσόμενα μοτίβα, με εντυπωσιακά στοιχεία καινοτομίας, τα οποία είναι απολύτως προσαρμοσμένα σε αυτό που επιδιώκει να κάνει ο σκηνοθέτης. Οι δε μουσικές επιλογές έρχονται να δέσουν άριστα την όλη οπτικοακουστική πανδαισία που προσφέρει απλόχερα η ταινία.
Σεναριακά πρόκειται για σύγχρονη μεταφορά μιας ιστορίας τύπου Μπόνι και Κλάιντ, όπου τόσο το συναισθηματικό όσο και το λογικό επίκεντρο έχει μετατεθεί στα ζητήματα που απασχολούν τον Στόουν και φυσικά αποτελούν μια από τις αιχμές της εποχής. Περιληπτικά, η ιστορία ακολουθεί ένα εξαιρετικά βίαιο νεαρό ζευγάρι, τους Μίκι και Μάλορι Νοξ, οι οποίοι ταξιδεύουν στις αμερικανικές επαρχιακές λεωφόρους σκορπίζοντας τον θάνατο στο πέρασμά τους. Στο κατόπι τους βρίσκεται ο αστυνόμος Τζακ Σκαγκνέτι, ένας παρασημοφορημένος αλλά εξαιρετικά βίαιος και δολοφονικός τύπος. Η Μάλορι το έχει σκάσει από το σπίτι της με τη βοήθεια του Μίκι, τον οποίο και παντρεύτηκε, αφού όμως πρώτα το ζευγάρι δολοφόνησε τον κακοποιητικό (συναισθηματικά και ψυχολογικά) πατέρα της και τη συγκαταβατική και άβουλη μάνα της. Στη διάρκεια του ταξιδιού μια σειρά από αναποδιές οδηγεί τον Μίκι και τη Μάλορι σε σύλληψη και οδηγούνται στη φυλακή. Μετά από 1 χρόνο εγκλεισμού, και προτού υλοποιηθεί η απόφαση της μεταφοράς του ζευγαριού σε ψυχιατρική μονάδα, ο φιλόδοξος και αναίσχυντος δημοσιογράφος Γουέιν Γκέιλ, ο οποίος έχει χτίσει την καριέρα του παρουσιάζοντας εκπομπές που βασίζονται σε ιστορίες βίας μαζικών και κατά συρροή δολοφόνων, πείθει τον Μίκι να του δώσει μια αποκλειστική συνέντευξη μέσα στη φυλακή. Η συνέντευξη μεταδίδεται ζωντανά και τα λόγια του Μίκι ξεσηκώνουν τους κρατούμενους που παρακολουθούν και εξεγείρονται. Μέσα στο γενικό κλίμα πανικού που επικρατεί στις φυλακές, ο Μίκι απελευθερώνει τη Μάλορι, μαζί δραπετεύουν σκοτώνοντας οποιονδήποτε τους στέκεται εμπόδιο και καταλήγουν μετά από χρόνια να έχουν παραιτηθεί από τις δολοφονίες και να συνεχίζουν το ταξίδι τους με την οικογένεια που τελικά έφτιαξαν.
Στον στόχο της διόπτρας του σκηνοθέτη βρίσκεται το μιντιακό σύστημα. Ο Στόουν δεν έχει ανοχή προς τα Μέσα Ενημέρωσης και τα καταδικάζει απερίφραστα. Τα καταδικάζει γιατί αναπαράγουν τη βία, τη συσκευάζουν σε ελκυστικά πακέτα, τα οποία αγοράζουν και πουλάνε. Οι αρχιερείς των μίντια δεν ανατρέχουν σε κανένα σύστημα αξιών όταν οσμίζονται χρήμα και δόξα και θα χρησιμοποιήσουν την ισχύ τους με κάθε πιθανό τρόπο προκειμένου να εξασφαλίσουν τα μέγιστα οφέλη, ακόμα κι αν αυτό σημαίνει ότι θα γίνουν τέρατα. Και είναι όντως τέρατα. Ο Γουέιν Γκέιλ, ο χαρακτήρας που συμβολίζει τα μίντια, είναι ένα γκόλντεν μπόι, προσχηματικά πολιτισμένος, αλλά στον πυρήνα του καιροσκόπος και απάνθρωπος, που μιλάει πάντα επιτηδευμένα κι εμπορικά, ακόμα κι όταν βρίσκεται μπροστά σε κάμερα εν μέσω διασταυρούμενων ζωντανών πυρών. Έχει βυθιστεί τόσο βαθιά στο εμπόριο βίας, που η εμπλοκή του σε μια κατάσταση εκτεταμένης βίας του βγάζει στην επιφάνεια δολοφονικά χαρακτηριστικά, με τρόπο που φαίνεται σαν να ήταν καλά καταχωνιασμένα φυσικά ένστικτα. Δεν διστάζει να θυσιάσει καμία ανθρώπινη ζωή, ακόμα κι εκείνη συνεργατών του, δεν συνδέεται συναισθηματικά με κανέναν άνθρωπο, ούτε καν με τη σύντροφό του, και η προοπτική του είναι πάντα τέτοια ώστε κάθε του ενέργεια να επιστρέφει στο διογκωμένο υπερναρκισσιστικό εγώ του, σε έναν ατέρμονο αγώνα δρόμου προς την επιτυχία άνευ όρων.
Ο ρόλος των μίντια κατά τον Στόουν απεικονίζεται με ανατριχιαστικά γλαφυρό τρόπο στην ανάμνηση της Μάλορι για την οικογένειά της και τον τρόπο που μεγάλωσε. Η ανάμνηση αυτή είναι γυρισμένη σαν sitcom (φαρσοκωμωδία) με στημένα γέλια και χειροκροτήματα, όπου ένα νοσηρό οικογενειακό περιβάλλον παρουσιάζεται με παράταιρα κωμικό τρόπο, με το κοινό να γελάει και να χειροκροτεί σε αδιανόητες στιγμές, όπως για παράδειγμα όταν λέγεται ευθέως πως η Μάλορι είναι αντικείμενο σταθερής κι επαναλαμβανόμενης σεξουαλικής κακοποίησης από τον πατέρα της, όσο η μάνα της αποδέχεται πλήρως την κατάσταση και δεν προσφέρει καμία σωματική ή συναισθηματική προστασία στην κόρη της. Στα σημεία αυτά ακούγονται γέλια του κοινού, τα οποία παροτρύνουν τον θεατή να διασκεδάσει την κατάσταση, ακόμα κι όταν αυτή είναι δολοφονικά τραγική, απεικονίζοντας τη χειραγώγηση των Μέσων για να επιτύχουν τους σκοπούς τους. Αυτή η πρακτική στρεβλώνει τις συνειδήσεις, κανονικοποιεί ακόμα και την πιο βάρβαρη βία και τελικά την αναπαράγει. Αντιστοίχως χτίζει προφίλ βίαιων κακοποιών, κάνοντάς τους δημοφιλείς ώστε το παραγόμενο προϊόν να είναι πιο ελκυστικό, καταλήγοντας να καλλιεργεί αρρωστημένα πρότυπα που κατασκευάζουν ανόητους, άβουλους ανθρώπους που αποθεώνουν τον φόνο και την ακραία βαρβαρότητα. Αλλά και συνολικά η ταινία είναι γυρισμένη σαν να είναι μιντιακό ντοκιμαντέρ για κατά συρροή δολοφόνους. Πολύ έντονα σε σημεία προσομοιάζει τηλεοπτική εκπομπή, δείχνοντας ακραία βία, την οποία ωραιοποιεί στιλιστικά και την κάνει χαριτωμένη με τον ίδιο τρόπο που το κάνουν τα μίντια. Μ’ αυτή τη μέθοδο καταφέρνει όταν το θέλει να παρουσιάσει ακραίες καταστάσεις τις οποίες ο θεατής αποδέχεται αψήφιστα εξαιτίας του περιτυλίγματος και έτσι ο Στόουν αποδεικνύει έμπρακτα τη θέση του, χρησιμοποιώντας σαν εργαλείο εκείνο το οποίο πολεμάει.
Η επίθεση δεν περιορίζεται με μηχανιστικό τρόπο μονάχα στα μίντια, αλλά επεκτείνεται και στη δυτική κουλτούρα συνολικά. Με τη συνδρομή των Μέσων, οι δυτικές κοινωνίες επευφημούν ψευδή είδωλα και καλλιεργούν την ανούσια βία και την καταστροφή. Το συμπύκνωμα αυτής της αντίληψης παρουσιάζεται στη σεκάνς όπου το ζευγάρι, έχοντας πρόβλημα με το αυτοκίνητο στη μέση της ερήμου, αναζητά βενζίνη και προσωρινή στέγαση, τροφή και νερό και καταλήγει σε έναν ινδιάνικο καταυλισμό. Εκεί, ο Ινδιάνος «Κόκκινο Σύννεφο» τους περιθάλπει και αναγνωρίζει τους δαίμονες που συνοδεύουν το ζευγάρι. Κατά την προσπάθεια να εξορκίσει αυτούς τους δαίμονες όσο κοιμούνται, ο Μίκι βλέπει εφιάλτες από την κακοποιημένη παιδικότητά του και σε κατάσταση αμόκ και υπό την επήρεια ψυχεδελικών μανιταριών που κατανάλωσε νωρίτερα, ξυπνά τρομοκρατημένος, πυροβολεί αντανακλαστικά και σκοτώνει τον Ινδιάνο. Η δυτική κουλτούρα εισέβαλε σε μια εναλλακτική κουλτούρα, που είναι βασισμένη στην αρμονία και την αποφυγή της άχρηστης βίας και, παρά τη φιλοξενία της, την παραβίασε και την κατέστρεψε. Είναι η φύση της καλλιεργούμενης κουλτούρας αυτής, του περιβόητου δυτικού πολιτισμού που με τόση εσωτερικευμένη βιαιότητα, ακόμη και αθέλητα, ισοπεδώνει ό,τι βρεθεί στο πέρασμά της. Είναι εξάλλου αυτός ο ρόλος των δαιμόνων που γεννά το σύστημα, με τον ίδιο τρόπο που στην παραβολή του Ινδιάνου στον εγγονό του, το φίδι δαγκώνει τη γυναίκα που του έσωσε τη ζωή. «Ήξερες ότι είμαι φίδι όταν με μάζεψες, σκύλα».
Οι δύο χαρακτήρες μέσα από τους οποίους ακολουθούμε την ιστορία είναι ο Μίκι και η Μάλορι, με τρόπο ο οποίος όμως είναι αρκετά δυναμικός. Αρχικά είναι ξεκάθαρο πως το όχημα της αφήγησης είναι η Μάλορι. Εκείνη είναι που δρα, που έχει συναισθηματικά διακυβεύματα και τελικά εξελίσσεται. Το δικό της παρελθόν παρουσιάζεται και σχεδιάζεται από την αρχή της ταινίας σαν τρισδιάστατη προσωπικότητα, ενώ ο Μίκι εμφανίζεται σχεδόν απρόσωπος, αρχικά περισσότερο σαν έννοια παρά σαν άνθρωπος. Στην πρώτη τους γνωριμία, όπως την έχει στη μνήμη της η Μάλορι, είναι κρεοπώλης και η συνάντησή τους έχει έναν αέρα μοίρας και συνοδεύεται από κεραυνοβόλο, ακατανίκητο και πανίσχυρο έρωτα. Συμβολίζει την απόδρασή της από μια βαθιά καταπιεστική ζωή. Παράλληλα όμως συμβολίζει και τον δεσμό της με τη βία. Η Μάλορι καλλιεργεί τα δολοφονικά της ένστικτα αναπαράγοντας τη βία που η ίδια δέχεται. Πρόκειται για έναν μηχανισμό άμυνας κι επιβίωσης, αλλά αυτά παραμένουν σε καταστολή μέχρι την εμφάνιση του Μίκι. Εκείνος έρχεται σαν καταλύτης για να βάλει σε ράγες όλη τη βία που δέχτηκε από τον πατέρα της και σε τελική ανάλυση από την κοινωνία και να την επιστρέψει. Ενώ λοιπόν στην αρχή η Μάλορι είναι πιο ανθρώπινη και ο Μίκι πολύ πιο αρχετυπικός ως μια απεικόνιση βίαιης απελευθέρωσης, σταδιακά αρχίζει κι εκείνος να χρωματίζεται, αν και λιγότερο από τη Μάλορι, και να αποκτά πιο ανθρώπινα χαρακτηριστικά. Στην πορεία μαθαίνουμε, κάπως επιγραμματικά, ότι είχε κι εκείνος οικογένεια και μάλιστα εξίσου ίσως προβληματική και σίγουρα κακοποιητική προς τον ίδιο, επαληθεύοντας το μοτίβο ότι η βία παράγει βία και ότι σε ένα σύστημα που στηρίζεται στη βία, αυτή θα καθορίσει όλες τις δραστηριότητές της κοινωνίας. Τελικά δένει όλη η εικόνα και πλέον η ταινία τους ακολουθεί σαν ζευγάρι, καταλήγοντας σε μια από τις θεματικές της, την αγάπη ως απελευθερωτική δύναμη και αντίπαλο δέος προς την αποθέωση της βίας και της θανατίλας, σημείο στο οποίο οφείλουμε να επανέλθουμε στον επίλογο. Είναι σημαντικό όμως ότι ο Στόουν ξεκαθαρίζει πως η βιαιότητα δεν είναι εγγενές στοιχείο μιας κάποιας «ανθρώπινης φύσης», αλλά κοινωνικό κατασκεύασμα (τουλάχιστον αυτού του τύπου η τυφλή βία) κι αυτό αποδεικνύεται από την παρουσίαση της εναλλακτικής αρμονικής ζωής του Ινδιάνου.
Το ζευγάρι των Νοξ όμως δεν είναι ο μοναδικός δολοφονικός πόλος της ταινίας. Στην πραγματικότητα έχουμε ένα ψηφιδωτό από ανθρώπινα αρπακτικά. Κάθε βασικός χαρακτήρας είναι προσβεβλημένος από το μικρόβιο του συστήματος που εκφράζεται μέσω της βίας και λειτουργεί παρασιτικά στα σπλάχνα της κοινωνίας για ν’ αναπαράξει τον εαυτό του. Ο αστυνομικός που τους καταδιώκει, ο Σκαγκνέτι, εκτελεί τα καθήκοντά του βυθιζόμενος παράλληλα στις βίαιες τάσεις του και συμβολίζει τη χυδαιότητα και την υποκρισία του συστήματος που υποτίθεται ότι κυνηγά το έγκλημα, όντας εγκληματικό το ίδιο. Ο Σκαγκνέτι έχει βιώσει στα 8 του χρόνια την τραυματική εμπειρία της δολοφονίας της μητέρας του από τον μαζικό δολοφόνο Τσαρλς Γουίτμαν. Αντιγράφει τις μεθόδους των δολοφόνων που καταδιώκει και δολοφονεί άνευ λόγου μια νεαρή πόρνη που προσλαμβάνει. Συνομιλεί με ίσους όρους με έναν ακόμα βίαιο τύπο, τον διευθυντή φυλακών Ντουέιν Μακλάσκι, ο οποίος του προτείνει τη δολοφονία του ζεύγους κατά τη μεταφορά τους στην ψυχιατρική μονάδα, υπό τον ισχυρισμό απόπειρας απόδρασης, πρόταση με την οποία συμφωνεί αμέσως. Ο Μακλάσκι είναι μια καρικατούρα σωφρονιστικού, άξεστου και κουτοπόνηρου, ο οποίος συμβολίζει ακόμα μια έκφανση του συστήματος, τον τιμωρητικό σωφρονισμό, που όχι μόνο αποτυγχάνει, αλλά συμβάλει κρίσιμα στη δημιουργία και τη διόγκωση του προβλήματος. Και φυσικά έχουμε και το πιο επίγειο αρπακτικό, τον πιο καθημερινό τύπο, τον μαχητικό δημοσιογράφο Γουέιν Γκέιλ. Ένας έξυπνος καιροσκόπος, που κατασπαράσσει κάθε ευγενή πρόθεση, σε ένα προκάλυμμα πολιτισμού και καθωσπρεπισμού, που όταν βρίσκεται ενώπιον της αιματοβαμμένης εξέγερσης απελευθερώνει τις δυνάμεις που έχει καλλιεργήσει μέσα του χτίζοντας την καριέρα του πάνω στον ανθρώπινο πόνο, τον οποίο στολίζει σε ελκυστικά πακέτα εκπομπών μολύνοντας την κοινωνική συνείδηση.
Στο «Γεννημένοι Δολοφόνοι» κατασκευάζεται μια τροφική αλυσίδα σαρκοβόρων που αντιπαλεύουν μεταξύ τους, φτιάχνοντας μια κοινωνία κανιβάλων. Και φυσικά όλοι οι χαρακτήρες, πλην του ζεύγους Νοξ στην πορεία βρίσκουν τον θάνατο. Γιατί η αλήθεια είναι ότι η δυτική κουλτούρα και το σύστημα που αυτή έχει αναπτύξει, με τις διάφορες εκδοχές της βίας που καλλιεργεί, αναπαράγει και λατρεύει, έχει αυτήν την αναπόφευκτη κατάληξη. Όλοι παίρνουν ένα μάθημα, αλλά είναι πλέον πολύ αργά για να αλλάξουν τα πεπρωμένα τους. Όταν ο Σκαγκνέτι αποπειράται να βιάσει τη Μάλορι στη φυλακή και αφότου της έχει εκμυστηρευτεί ότι έχει δολοφονήσει εν ψυχρώ, για να αποδείξει ότι είναι άξιο παιδί του συστήματος και ισότιμός της, ένας γεννημένος δολοφόνος κι εκείνος, τελικά καταλήγει στην άκρη του όπλου της και προτού εκείνη τραβήξει τη σκανδάλη τον ρωτάει δηκτικά «σου αρέσω ακόμη;» σαν να του απευθύνεται η βία που αναζητούσε όλη του τη ζωή. Λοιπόν, όταν αυτή η βία που στρέφουμε προς τους άλλους αναπόφευκτα στρέφεται προς εμάς, μας αρέσει ακόμη; Την ίδια μοίρα έχει κι ο Γκέιλ, που επιθυμεί να διαφύγει με το ζευγάρι για να το ακολουθήσει στα δολοφονικά του ταξίδια, αλλά τελικά θα πληρώσει το μέγιστο τίμημα. Γιατί η βία, όταν αρχίσει να ανάγεται σε κουλτούρα, θα λειτουργήσει ως τέτοια και θα πολλαπλασιαστεί σαν καρκίνωμα στο σώμα της κοινωνίας, θα περάσει και θα ισοπεδώσει αδιακρίτως τους πάντες και τα πάντα.
Η δολοφονία όμως του «δαιμόνιου» δημοσιογράφου Γκέιλ δεν είναι μόνο το τίμημα που πληρώνει για το καρκίνωμα που βοήθησε ο ίδιος ν’ αναπτυχθεί. Είναι κι ο μόνος τρόπος για το ζευγάρι να απελευθερωθεί από τα δεσμά του συστήματος. Εκτελώντας τον Γκέιλ συμβολικά εκτελούν ταυτόχρονα και το μιντιακό σύστημα κι αποδεσμεύονται από τον ατέρμονο κύκλο. Παράλληλα, μέσα στην αναβλύζουσα βιαιότητα του ταξιδιού τους, ο Μίκι και η Μάλορι αποτελούν τους μόνους χαρακτήρες με στοιχεία τρυφερότητας μεταξύ τους, κι αυτό δεν είναι ασύνδετο από το αισιόδοξο τέλος της ταινίας. Στο τέλος δίνεται το μήνυμα πως όλοι έχουμε τη δυνατότητα να εξυγιανθούμε. Προϋπόθεση γι’ αυτό είναι να αντιμαχηθούμε το σύστημα, να απαλλαγούμε από τους χυδαίους αγγελιοφόρους του και να προσδεθούμε στο όχημα της αγάπης για να νικήσουμε τους εσωτερικούς μας δαίμονες. Γιατί αν τελικά θέλουμε να μιλήσουμε επιγραμματικά για τις θεματικές της ταινίας, 4 λέξεις θ’ αρκούσαν: αγάπη, συστημική βία, μίντια. Πιάνοντας αυτές τις 3 κλωστές ο Στόουν αρχίζει να υφαίνει μια ιστορία, στην οποία κατασκευάζεται ένα περίτεχνο υφαντό, όπου όλες οι ανθρώπινες καταστάσεις χωράνε και φτιάχνουν έναν ζουρλομανδύα μέσα στον οποίο εγκλωβιζόμαστε. Μέσα στη δέσμευση του ζουρδομανδύα του ο Στόουν διακρίνει την άκρη μιας κλωστής από το κουβάρι της αγάπης. Αυτή είναι που τραβάει και σταδιακά ο ζουρλομανδύας λύνεται, το πλεκτό που μας κρατάει δέσμιους στη θανατίλα και τη λατρεία της βίας χάνει τη συνεκτικότητά του και μπορούμε να αποδράσουμε προς μια ζωή που μας αξίζει μακριά από τ’ αρπακτικά και τη λατρεία του θανάτου.