«Έτερος Εγώ»: Οι νέοι δρόμοι ανοίγονται διανύοντάς τους

0

Όταν τον χειμώνα του 2016 το «Έτερος Εγώ» έκανε πρεμιέρα στα ελληνικά σινεμά κανείς δεν μπορούσε να προβλέψει την μετέπειτα τηλεοπτική εξέλιξη που θα είχε το κόνσεπτ. Το αστυνομικό θρίλερ του Σωτήρη Τσαφούλια μετέδωσε αρκετά αντιφατικά συναισθήματα στο κοινό που την παρακολούθησε. Κυρίως, μετέδωσε μια αμηχανία. Πολλοί μπήκαν στην αυθόρμητη διαδικασία να κρίνουν την ταινία όχι περιοριστικά με γνώμονα το περιεχόμενό της αλλά και με βάση τον αστερίσκο πως επρόκειτο για μια ελληνική ταινία και ως εκ τούτου να της δικαιολογήσουν ή ακόμα και να ξεπεράσουν ορισμένες αδυναμίες της που δύσκολα θα ξεπερνούσαν ή θα δικαιολογούσαν αν είχαμε να κάνουμε με μια αμερικάνικη δημιουργία. Υπήρξαν βέβαια και οι εκ διαμέτρου αντίθετες αντιδράσεις: κάποιοι κατακεραύνωσαν και απαξίωσαν το «Έτερος Εγώ» με πολύ πιο αδιάλλακτους όρους απ’ ότι αν είχαν να κάνουν με ένα αμερικάνικο θρίλερ. Σίγουρα, αν η ταινία ήταν αμερικάνικη -όπως έχουμε συνηθίσει να είναι τέτοιου τύπου ταινίες- οι ίδιοι που την χαρακτήρισαν φόλα, θα έλεγαν πως «οκ, αξιοπρεπές θριλεράκι ήταν». Όπως συμβαίνει συνήθως σε αυτές τις περιπτώσεις, η αλήθεια βρισκόταν μάλλον κάπου στη μέση.

Η απόφαση του Τσαφούλια να γυρίσει ένα ελληνικό αστυνομικό θρίλερ στα πρότυπα του «Seven» ήταν γενναία και μέχρι ένα βαθμό, αναγκαία: ποιος είπε δηλαδή ότι υπάρχουν «απαγορευμένα» είδη για τις μη αγγλόφωνες παραγωγές; Γιατί δηλαδή ένα αστυνομικό ανθρωποκυνηγητό ενός serial killer να μην αφορά την ελληνική φιλμογραφία; Το μεράκι του δημιουργού του «Έτερος Εγώ» αλλά και η εξόφθαλμη βαθιά αγάπη του για το είδος, έκαναν την ταινία εκείνη να είναι μια πολύ ενδιαφέρουσα προσπάθεια. Ο συνδυασμός μάλιστα ενός σεναρίου που μόνο γραμμένο στο πόδι δεν ήταν και μιας στυλιζαρισμένης ατμόσφαιρας που αναδείκνυε με πολύ όμορφο τρόπο τις νουάρ πτυχές της Αθήνας, κάνοντας την τελευταία «συμπρωταγωνίστρια» των τεκταινομένων ήταν στοιχεία ικανά για να μην δούμε με αδιαφορία την προσπάθεια.

Όμως, η έλλειψη αδιαφορίας για μια ταινία δεν είναι και αρκετή για να την μετουσιώσει σε κάτι παραπάνω. Ειδικά όταν έχουμε να κάνουμε με ένα τυπικό whodunit movie, το οποίο αν θέλει να σέβεται τον εαυτό του οφείλει να χειραγωγεί δίχως έλεος τα μυαλά και την κρίση των θεατών του, να «παίζει» διαρκώς μαζί τους αναφορικά με τη λύση του μυστηρίου, Στις εποχές μας ωστόσο, στις εποχές που τα σύγχρονα κοινά έχουν λιώσει τη μια αστυνομική σειρά μετά την άλλη και έχουν «εκπαιδευτεί» στα σεναριακά μοτίβα και τις μεθοδολογίες τους, αυτό είναι μια πολύ δύσκολη υπόθεση: δύσκολα χειραγωγείς ένα τόσο καλά εκπαιδευμένο κοινό. Εκεί το «Έτερος Εγώ» δεν τα κατάφερε, έγινε προβλέψιμο στα μάτια ενός ψυλλιασμένου θεατή και μάλιστα, νωρίς-νωρίς και έτσι, έχασε πολλούς πόντους. Εν τέλει, μακριά από τις επιείκειες ή αντίστοιχα, τις αυστηρότητες λόγω ελληνικότητας, το «Έτερος Εγώ» ήταν απλά ένα αξιοπρεπές θριλεράκι.

Όταν τρία χρόνια αργότερα έγινε γνωστό πως το σίκουελ του «Έτερος Εγώ» θα έρθει υπό τηλεοπτική μορφή, άπαντες θεώρησαν πως αυτός είναι ένας μετασχηματισμός που θα του πήγαινε. Και πράγματι δυνητικά έτσι είναι. Στην πρώτη σεζόν ωστόσο, εκείνη με τίτλο «Χαμένες Ψυχές», ήταν η αμηχανία αυτή που επικράτησε για τους συντελεστές της σειράς. Αν ο κινηματογραφικός «Έτερος Εγώ» ήταν μια απενοχοποιημένη και γεμάτη κέφι προσπάθεια -με τα θετικά της και τα αρνητικά της πάντα- να υπηρετηθεί το είδος του crime drama, ο πρώτος κύκλος δεν ήταν τόσο απελευθερωμένος για τους δημιουργούς. Η εικονογραφία μιας νουάρ Αθήνας έδωσε τη θέση της σε μια αισθητική αμερικανίλας που έμοιαζε εκτός τόπου και χρόνου για μια υπόθεση που υποτίθεται πως εξελισσόταν στο ελληνικό έδαφος και αυτό έπαιρνε μπάλα και το γράψιμο των χαρακτήρων, που έμοιαζαν ψεύτικοι, διεκπαιρεωτικοί. Ό,τι και αν είχε να πει η υπόθεση δύσκολα θα μπορούσε να σταθεί με επιτυχία σε ένα περιβάλλον που σε πετούσε έξω από το πρώτο επεισόδιο.

Αλλά και μεμονωμένα να κρινόταν η υπόθεση -πράγμα, δυστυχώς αδύνατο όταν έχουμε να κάνουμε με τόσο δομικές αστοχίες στο επίπεδο του κτισίματος σύμπαντος- και πάλι είχε τα θεματάκια της. Για την ακρίβεια, τα ίδια θεματάκια που είχε και το σενάριο της ταινίας: το είπαμε και πριν ότι δύσκολα μπορείς να κάνεις ένα τόσο καλά εκπαιδευμένο σύγχρονο κοινό να εντυπωσιαστεί με απλοϊκά τεχνάσματα. Με μια πρόταση: η πρώτη σεζόν του τηλεοπτικού «Έτερος Εγώ» κουβαλούσε όλα τα μειονεκτήματα της ταινίας και είχε ξεχάσει πίσω του όλα τα πλεονεκτήματά της. Απογοητευτικό πραγματικά, ειδικά αν αναλογιστεί κανείς πως οι τελευταίες δημιουργίες του Γιάννη Οικονομίδη έχουν στρώσει για τα καλά τον δρόμο για αξιοπρεπή ελληνόφωνα crime dramas και απλά πρέπει κανείς να τον μελετάει αντί να ξεπατικώνει το CSI.

Εκεί ωστόσο που η πρώτη σεζόν μας έκανε να είμαστε αρνητικά προκατειλημμένοι, ήρθε η δεύτερη σεζόν και μας έδωσε απαντήσεις. Είναι αληθινά πολύ αξιοσημείωτο το γεγονός ότι ο Τσαφούλιας κατάφερε να εξελίξει τόσο πολύ και τόσο αποτελεσματικά την δημιουργική του ταυτότητα. Και ειδικά από τη στιγμή που αυτό έγινε λόγω επιθυμίας του και όχι λόγω ανάγκης. Διότι μπορεί εμείς εδώ στις από πάνω παραγράφους να θάψαμε την πρώτη σεζόν αλλά σε ένα ευρύτερο μιντιακό επίπεδο, ο τηλεοπτικός «Έτερος Εγώ» υπερπροωθήθηκε και καταχαϊδεύτηκε από τους δημοσιογράφους. Από εμπορική σκοπιά λοιπόν, ο Τσαφούλιας είχε να ακολουθήσει μια έτοιμη συνταγή. Αρνήθηκε ωστόσο τον στρωμένο δρόμο και μπήκε στη διαδικασίας του πειραματισμού.

Στην δεύτερη σεζόν με τίτλο «Κάθαρσις», οι ερμηνείες και το γράψιμο των χαρακτήρων απέκτησαν τρισδιάστατη μορφή -εδώ οι επιρροές από το σινεμά του Οικονομίδη υπήρξαν ξεκάθαρες πλην διακριτικές. Η πλοκή υπηρετήθηκε από ένα πιο βαρύ και σκοτεινό μοντάζ, οι δυναμικές ανάμεσα στους χαρακτήρες υπήρξαν υπαρκτές σεναριακά και αυτό έδωσε ώθηση και στην υπόθεση, το σενάριο τίμησε τις άγραφες παραδόσεις των τριλογιών και ως το τρίτο μέρος μιας τέτοιας «επέστρεψε» στο πρώτο μέρος δίνοντας στιβαρότητα στο σύμπαν ενώ το περιβάλλον μπορεί και πάλι να απέχει πολύ από το ρεαλιστικό ελληνικό αλλά δεν μοιάζει πλέον με ρέπλικα του αμερικάνικου -όπως το πρώτο- αλλά με ένα μυθοπλαστικό σύμπαν που έχει τους δικούς του κανόνες και τη δική του αισθητική. Και πάλι δεν είναι ελληνικό αλλά αυτό, στην δεύτερη σεζόν, ήταν ένα χαρακτηριστικό με άποψη και όχι μια ξεπέτα – μπράβο και πάλι μπράβο.

Δυστυχώς, υπήρξε μια κομβική αδυναμία που δεν άφησε τη σειρά να απογειωθεί. Για την ακρίβεια, η διαχρονική (πλέον) αδυναμία του «Έτερος Εγώ»: δεν κατάφερε να μας ξαφνιάσει με την εξέλιξη της πλοκής του. Αντίθετα, για μια ακόμα φορά, για τρίτη συνεχόμενη, υπήρξε ξανά προβλέψιμο. Θα πρέπει να το καταλάβει ο Τσαφούλιας: απευθύνεται (και) σε ένα κοινό που δεν το βλέπει για πρώτη φορά το είδος αλλά αντίθετα, πλέον ξέρει να το «διαβάζει» πολύ αποτελεσματικά και δύσκολα παραπλανείται από αδούλευτα plot twists.

Συνολικά λοιπόν, η (μέχρι στιγμής) τριλογία του «Έτερος Εγώ» είναι μια άνιση δημιουργία με το πρώτο και το τρίτο μέρος να είναι αξιοπρεπή αλλά χωρίς να τους λείπουν τα θεματάκια και το δεύτερο μέρος να είναι πραγματικά κακό. Όμως πάνω από όλα είναι ένα franchise που διακατέχεται και από την δυνατότητα αλλά και από την βούληση του μετασχηματισμού και της εξέλιξης (σαν τους serial killers ένα πράγμα…), από την πεποίθηση πως ο δημιουργός πρέπει πάντα να διανύει νέους δρόμους. Και όταν διανύεις νέους δρόμους, ταυτόχρονα τους ανοίγεις κι’όλας. Και αυτό από μόνο του έχει την αξία του.